Ετήσια αρχεία 2019

21 άρθρα

Σχεδόν αόρατοι. Μόνιμα ανεπιθύμητοι.

ΣΧΕΔΟΝ ΑΟΡΑΤΟΙ. ΜΟΝΙΜΑ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΙ.

Στις 29/09/2019, φωτιά ξεσπάει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη μόρια της Λέσβου, με αποτέλεσμα το θάνατο της Φεριντέ Ταγίκ από το Αφγανιστάν. Κατά τύχη δεν υπήρξαν περισσότεροι νεκροί, καθώς στο στρατόπεδο που επίσημα χωράει περίπου 3.000 άτομα, ‘φιλοξενούνται’ πάνω από 12.000. Στο ίδιο κολαστήριο, τέσσερις μόλις μέρες πριν από τη φωτιά, έχασε τη ζωή του ένα πεντάχρονο αγόρι όταν ένα φορτηγό πέρασε πάνω από το χαρτόκουτο μέσα στο οποίο έπαιζε.

Την ίδια μέρα στον Άγιο Βασίλειο Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια καταδίωξης από μπάτσους, αυτοκινήτου που μετέφερε μετανάστ[ρι]ες χωρίς χαρτιά, προκαλείται τροχαίο με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του ένας 65χρονος κάτοικος της περιοχής. Οι μπάτσοι αποκρύπτουν τη συμμετοχή τους στο συμβάν, δηλαδή τη λυσσασμένη καταδίωξη μέσα σε κατοικημένες περιοχές και μιλούν απλά για σύγκρουση δύο οχημάτων. Το γεγονός αυτό δεν είναι μεμονωμένο: τα τελευταία δύο χρόνια στον οδικό άξονα της Εγνατίας έχουν γίνει δεκάδες καταδιώξεις οχημάτων που μεταφέρουν μετανάστ[ρι]ες με αποτέλεσμα εκατοντάδες τραυματισμούς και τουλάχιστον 30 θανάτους. Και ο κατάλογος των νεκρών μεγαλώνει. Δεν πρόκειται για ατυχήματα, είναι ξεκάθαρες δολοφονίες και άμεσες συνέπειες της μεταναστευτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους.

Σχεδόν αόρατοι

Τα περιστατικά αυτά δεν είναι παρά δύο από τα χιλιάδες που φανερώνουν τη σκληρή πραγματικότητα των μεταναστ[ρι]ών. Όσοι γλιτώσουν το θάνατο και την επαναπροώθηση μέχρι να φτάσουν εδώ, καταλήγουν εγκλωβισμένοι στα άθλια στρατόπεδα συγκέντρωσης/γκέτο, όπως υπαγορεύεται από τη συμφωνία μεταξύ EE και Τουρκίας πάντα μακριά από αστικά κέντρα και “μακριά από εμάς”.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση ΝΔ συνεχίζει την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ με συστηματικές εκκενώσεις καταλήψεων στέγασης μεταναστ[ρι]ών. Απομακρυνόμενοι βίαια από εκεί, οι άνθρωποι αυτοί εγκαταλείπουν στοιχειώδεις συνθήκες φιλοξενίας και διαβίωσης, όπως πρόσβαση σε ευκαιριακές εργασίες για εισόδημα ή σε σχολεία για τα παιδιά, αλλά και τη στήριξη και αλληλεπίδραση με ντόπιους. Παράλληλα, μέσω της πρακτικής αυτής, εκμηδενίζεται η πιθανότητα συντονισμού τους και η δημιουργία κοινοτήτων αγώνα, διατηρώντας τους αόρατους και απομονωμένους.

Ωστόσο, ακόμα και σ’ αυτούς που είχαν ξεφύγει από τα γκέτο των στρατοπέδων συγκέντρωσης (ανοιχτού ή κλειστού τύπου), υψώνονται διαφορετικές περιφράξεις. Η απόδοση ΑΜΚΑ σε μετανάστ[ρι]ες εξασφάλιζε πρόσβαση σε εμβολιασμούς και δημόσια περίθαλψη και η κατάργησή της εξυπηρετεί σαφώς την πολιτική του απαρτχάιντ. Χωρίς αυτόν, οι μετανάστ[ρι]ες εξαρτώνται πλήρως πια από τα στρατόπεδα όσον αφορά σχετικές υπηρεσίες. Οι επιδημίες που θα ενσκήψουν στους ανεμβολίαστους θα χρησιμοποιηθούν αδίστακτα από ΜΜΕ ως απόδειξη του εμετικού αφηγήματος περί «υγειονομικής βόμβας».

 

Μόνιμα ανεπιθύμητοι

Την ώρα που οι οδοί μεταφοράς ενέργειας, τα κοντέινερ εμπορευμάτων και τα τουριστικά αεροπλάνα διασχίζουν ανενόχλητα τα σύνορα, η διαρκής μετακίνηση πληθυσμών για αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής ή λόγω της όξυνσης συρράξεων σε Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή παραμένει απαγορευμένη. Η μόνη πιθανή μετακίνηση για τους μετανάστες διαμέσου χωρών υποδοχής είναι μέσα από δίκτυα διακινητών, ενώ η άρνηση για την παροχή χαρτιών και ο εξαναγκασμός διαβίωσής τους μέσα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν είναι τίποτα άλλο παρά μεθοδευμένη εγκληματοποίηση της ίδιας τους της ύπαρξης.

Η αδιάκοπη βία που δέχονται οι μετανάστ[ρι]ες, από τη στιγμή που θα προσπαθήσουν να περάσουν τα σύνορα, οδηγεί στην εξαθλίωση, ενώ στόχος της είναι η διατύπωση ενός ξεκάθαρου μηνύματος προς αυτές: εδώ δεν υπάρχει παρόν, δεν υπάρχει μέλλον, δεν υπάρχει ελπίδα. Οι μορφές της βίας σε κάθε πτυχή της ζωής των μεταναστριών αποσκοπούν στο να καμφθούν οι οποιεσδήποτε αντιστάσεις τους και να εξαπλωθεί ένα καθεστώς φόβου, σιωπής και υποταγής στην υπόλοιπη κοινωνία.

Ελληνική φιλοξενία

Οι ντόπιοι νοικοκυραίοι, οι φιλήσυχοι και νομοταγείς πολίτες και φυσικά οι φασίστες συνεχίζουν την κατάσταση αποκλεισμού στα ελάχιστα περιθώρια που άφησε το κράτος. Επιθέσεις και τραμπουκισμοί σε μετανάστ[ρι]ες γίνονται σε τακτική βάση, εντός και εκτός των στρατοπέδων συγκέντρωσης, τις περισσότερες φορές με τις πλάτες των τοπικών θεσμών, του κατασταλτικού μηχανισμού και του παπαδαριού. Ακόμη περισσότερο, τέτοια γεγονότα δίνουν πάτημα στην εκκλησία να αναπαράξει τον γνωστό ξενοφοβικό της λόγο, και στο κράτος με τη σειρά του, να συμμετάσχει με πλήρη ανοχή προς τους δράστες ή να παραστήσει το σωτήρα που επιλύει την «τεταμένη κατάσταση». Χαρακτηριστικό το πρόσφατο περιστατικό στα Βρασνά, όπου λεωφορεία μετέφεραν μετανάστ[ρι]ες με σκοπό να εγκατασταθούν σε καταλύματα στην περιοχή και οι κάτοικοι τελικά κατάφεραν να εμποδίσουν την παραμονή τους εκεί. Στην Καλαμαριά και στη Νάουσα ακόμα και φήμες για εγκατάσταση μεταναστ[ρι]ών στάθηκαν ικανές για πραγματοποίηση συγκεντρώσεων «διαμαρτυρίας» εθνικά υπερήφανων υπερασπιστών.

Μετανάστ[ρι]ες, μη μας αφήνετε μόνες με τους Έλληνες!

Οι μετανάστ[ρι]ες δεν ταιριάζουν σε καμιά από τις ιστορίες που συναρμολογούν αυτό που ονομάζεται «εθνικός κορμός» και έτσι το πολιτικό κοινωνικό κόστος για την οποιαδήποτε κακομεταχείρισή τους είναι ελάχιστο. Για μας, οι εθνικές αφηγήσεις από την πλευρά του κράτους και οι χειρισμοί, όπως και οι “από τα κάτω” αντιδράσεις πατριωτισμού και ξενοφοβίας προς τις μετανάστ[ρι]ες είναι οι δυο όψεις του ίδιου απαίσιου νομίσματος, που σκοπό έχει την εδραίωση κυρίαρχων ταυτοτήτων, την υποτίμηση και εν τέλη το ξέβρασμα οποιουδήποτε δεν ταιριάζει με αυτές. Έτσι, όταν ακούμε για πλατείες όπου θ’ ακούγονται μόνο ελληνικά, παράπονα για κρατικά (ή ευρωπαϊκά) λεφτά που πάνε στους μετανάστες και παραληρήματα για εξισλαμισμό, απαντάμε ότι η θέση μας στην αλυσίδα της εκμετάλλευσης μας τοποθετεί απέναντι σε κάθε εκφραστή βίας προς τις μετανάστ[ρι]ες και δίπλα σε αυτές, σε κοινότητες αγώνα και διεκδικήσεων. Η επιλογή να στεκόμαστε μαζί τους, δεν εκπορεύεται από κάποιον αόριστο ανθρωπισμό που τους αντιμετωπίζει σαν κάποιους «κακόμοιρους». Οι κοινότητες αγώνα πέρα από σύνορα, κράτη, θρησκεία, φύλο, σεξουαλικές ταυτότητες, ενάντια στον κόσμο των αφεντικών και της υποταγής, είναι η μόνη δυνατότητα, αν όχι να αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά τουλάχιστον σε αυτούς τους ζοφερούς καιρούς να διατηρήσουμε τη δυνατότητα!

ΟΥΤΕ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΟΥΤΕ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΕΣ

ΘΕΛΟΥΜΕ ΜΕΤΑΝΑΣΤ[ΡΙ]ΕΣ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ

*

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΦΡΙΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

 

ενάντια στη φρίκη της μεταναστευτικής πολιτικής

 

 

κατάληψη στέγης ΣΜΠΑΡΑΚΟΥΑΚ ΦΡΑΠ!

 

 

Σήμερα, Τετάρτη 17/07/2019, προχωρήσαμε σε κατάληψη εγκαταλελειμμένου σπιτιού επί της οδού Παλαμίδου. Το σπίτι αυτό ήταν στην ουσία κοινωνικά νεκρό και παντελώς άχρηστο στη γειτονιά και τους ανθρώπους της. Ρήμαζε άδειο και ακατοίκητο…

Δεν είναι το μόνο όμως. Με μια βόλτα στα σοκάκια της Άνω Πόλης, ερχόμαστε αντιμέτωπες με την εικόνα των εκατοντάδων εγκαταλελειμμένων σπιτιών. Άλλων σφραγισμένων κι άλλων διάτρητων, να τα ρημάζει από έξω προς τα μέσα η υγρασία και η εγκατάλειψη. Στέγες, σοβάδες, τοίχοι και παράθυρα έρμαια στην βαρύτητα και τον χρόνο, πέφτουν, σαπίζουν και πλέον μοιάζουν άχρηστα. Ντουβάρια, δηλαδή, που χτίστηκαν με σκοπό να κατοικούνται, να στεγάζουν επιθυμίες και ανάγκες των ανθρώπων τους, είναι πλέον σε αποσύνθεση και στα συντρίμμια τους μπορούμε να βρούμε τις δομικές θλιβερές αντιφάσεις της έννοιας της ιδιοκτησίας και κατ’ επέκταση του ίδιου του καπιταλισμού.

Η πόλη αλλάζει. Αλλά για ποιους; Αλλάζει για τους επενδυτές, τους τοπικούς αρχοντίσκους, τους τουρίστες, τα αφεντικά… Τα νοίκια διογκώνονται όσο τα σπίτια μικραίνουν, ενώ οι κάτοικοι ολόκληρων περιοχών εκτοπίζονται στο όνομα της ανάπτυξης και του εξευγενισμού. Οι εξώσεις πληθαίνουν, ενώ οι σχέσεις συρρικνώνονται κι όλα αυτά ενώ η πόλη μετατρέπεται σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο και οι γείτονες/ισσες μας πλέον αντικαθίστανται από τουρίστες. Κάποιοι, όμως, δεν έχουν διάθεση ούτε να εκτοπιστούν, ούτε να παρακολουθήσουν σιωπηλά την πόλη να αλλάζει σύμφωνα με τα συμφέροντα όσων έχουν τα λεφτά. Δημιουργούμε άλλη μία κατάληψη, λοιπόν, ως μία ακόμη στιγμή του αγώνα για δημιουργία γειτονιων αλληλεγγύης και κοινοτήτων που θα έρθουν σε ρήξη με τον επελαύνοντα κοινωνικό κανιβαλισμό της εποχής.

Η πρακτική της κατάληψης είναι χρόνια επιλογή του κόσμου του αγώνα – και όχι μόνο. Είτε στην αμιγώς στεγαστική είτε στην αμιγώς πολιτική είτε στη συνδυαστική μορφή αυτών των δύο, είναι μία σημαντική κουκίδα στο πολύμορφο ψηφιδωτό των κοινωνικών αγώνων. Μια πράξη που διαταράσσει τη ζοφερή κανονικότητα, στέκεται ανάχωμα στην εμπορευματοποίηση κάθε πτυχής της καθημερινότητάς μας, ενώ παράλληλα δημιουργεί απελευθερωτικές σχέσεις που αμφισβητούν τα αυτονόητα αυτού του κόσμου. Το σπίτι στην οδό Παλαμίδου καταλαμβάνεται, όχι υπό το πρίσμα μιας ιδιοκτησιακής λογικής, αλλά για να χρησιμοποιηθεί έτσι ώστε να καλυφθεί η ανάγκη της στέγασης. Το διαρκές στοίχημα του καπιταλισμού είναι να μετατρέπει όλες μας τις ανάγκες/επιθυμίες σε εμπορεύματα. Έτσι, η κάλυψη τους προϋποθέτει λεφτά, άρα και εργασία. Όμως, ο βασικός μισθός και οι ατέλειωτες ώρες δουλειάς δεν μπορούν να καλύψουν ούτε τα βασικά (νοίκια, λογαριασμούς, φαγητό κλπ) τοποθετώντας μας στο σημείο που οι επιθυμίες και οι ανάγκες μας περιορίζονται στο στενό, ασφυκτικό πλαίσιο μιας ανιαρής επιβίωσης. Γι’ αυτό η πρακτική της κατάληψης είναι μία ανοιχτή πρόταση που, ενώ ξεκινά από το έδαφος της, εκτείνεται και διεκδικεί όλο τον κλεμμένο από την εξουσία χωροχρόνο της καθημερινής μας ζωής. Και ως τέτοια θα την υπερασπιστούμε.

Δε θα ζούμε για να δουλεύουμε. Δε θα δουλεύουμε για να βγαίνουμε τσίμα-τσίμα. Δε θα βγαίνουμε τσίμα-τσίμα για να λέμε πως ζούμε «καλούτσικα». Στεκόμαστε ο ένας δίπλα στην άλλη, διεκδικώντας ανάσες μέσα σε ένα μητροπολιτικό πεδίο ανεξάντλητων αντιθέσεων, αντιφάσεων και μικρών καθημερινών αγώνων. Σε μία χρονική στιγμή που το δόγμα του νόμου και της τάξης θέλει να μας συνθλίψει, η ιδέα της καθημερινής σύγκρουσης μαζί του μοιάζει γοητευτική. Γιατί το μόνο που έχουμε να χάσουμε είναι η προοπτική μιας θλιβερής ζωής.

η υγρασία αυτής της πόλης περνάει από τους τοίχους 
στα κόκκαλα και από εκεί κατευθείαν στις ζωές μας
ΝΑ ΜΗΝ ΣΑΠΙΣΟΥΜΕ ΟΥΤΕ ΕΜΕΙΣ, ΟΥΤΕ ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΜΑΣ

 

κατάληψη στέγης σμπαρακουάκ φραπ!

Παρέμβαση ενάντια στις αγέλες της κανονικότητας

 

Το μεσημέρι της Πέμπτης 4 Ιούλη, ένας άντρας τραμπουκίζει και χτυπάει μία γυναίκα κοντά στην πλατεία Καλλιθέας. Ο άντρας αυτός είναι ο παπάς της εκκλησίας του αγίου Νικόλα ορφανού, εκκλησίας δίπλα στην πλατεία, σε μία έκφραση της δικής του, και όχι μόνο, αγαπάτε αλλήλους εκδοχής. Η επίθεσή του σταματάει όταν γείτονες πλησιάζουν και τον διώχνουν.

Δεν υπάρχει λόγος να ανφερθούμε στην ούτως ή άλλως γελοία αφορμή που χρησιμοποίησε. Αρκεί να σταθούμε στην επιβολή του με βάση τους κυρίαρχους έμφυλους και ταξικούς διαχωρισμούς σε ένα άλλο άτομο και τις φωνές του τύπου «να πάτε πίσω στις χώρες σας», για να δούμε την αιτία της επίθεσής του. Ότι δηλαδή ο παπάς είναι ένας τραμπούκος ρατσιστής. Το γεγονός ότι η γυναίκα δεν ήταν εντέλει μετανάστρια, όπως ο ίδιος νόμιζε, δεν έχει σημασία. Άλλωστε θα ήταν πιο «δίκαιο» αν όντως ήταν μετανάστρια; Ή αν ήταν Ρομά, ουσιοεξαρτημένη, φρικιό, άστεγη ή γκέι;

Έχει σημασία ότι υπάρχουν κατηγορίες ανθρώπων που θεωρούνται κατώτεροι και επικίνδυνες σε μία συνεχή διαδιακασία απανθρωποποίησής τους, ώστε τελικά η όποια βία ασκείται πάνω τους να μην αποτελεί θέμα, να μπορεί να είναι δικαιολογημένη και αναμενόμενη. Διαδικασία στην οποία από κοινού συμμετέχουν κρατικές πολιτικές, μίντια, φιλήσυχοι αγανακτισμένοι πολίτες, ρασοφόροι εκδικητές. Όσο όμως μόνο και μόνο η παρουσία κάποιων από εμάς αρκεί για να ενεργοποιήσει αντιδραστικά αντανακλαστικά, η άρνησή μας να μάθει η καθεμιά τη θέση της σ’ αυτήν την κοινωνία, θα σταθεί εμπόδιο στον οποιοδήποτε τολμήσει να σηκώσει έτσι εύκολα ξανά το χέρι του, είτε μέρα μεσημέρι, είτε βαθιά μεσάνυχτα.

Από τη μεριά μας, θα οικοδομούμε κοινότητες αγώνα και γειτονιές αλληλεγγύης απέναντι στις κοινότητες των κανιβάλων και τις σχέσεις συμφερόντων τους.

Τελικά, μένει να επιλέξουμε τι θα περιφρουρήσουμε, την ανθρωπιά μας ή τις κανονικότητες αυτού του κόσμου.

 

κείμενο εδώ: papakallitheasscolore

Γειτόνοι

Λίγα λόγια για τους “τυχαίους” θανάτους μεταναστ(ρι)ών